- ἐλατίνων
- ἐλάτινοςof the firfem gen plἐλάτινοςof the firmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… … Dictionary of Greek
Ζακύνθου, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τη Ζάκυνθο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 61 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν συνολικά 65 ιερείς. Για την αρτιότερη και πλέον εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιφέρειες των… … Dictionary of Greek